- κορμάρα
- η1. ωραίο, ψηλό, μεγαλοπρεπές κορμί2. ψηλή, μεγαλόσωμη γυναίκα με ωραίο παράστημα.[ΕΤΥΜΟΛ. < κορμί + μεγεθ. κατάλ. -άρα (πρβλ. γυναικ-άρα, ψωμ-άρα)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-άρα — μεγεθυντική κατάληξη θηλ. ουσιαστικών της Νέας Ελληνικής, που συνδέεται ετυμολογικά με την υποκοριστική κατάλ. άρι* των ουδ. ουσιαστ. Ειδικότερα, από ονόματα θηλυκά σε άρα της Αρχ. Ελληνικής, π.χ. καμάρα, κινάρα, εσχάρα, σχηματίστηκαν… … Dictionary of Greek
κορμαλάς — και κορμαράς, ο σωματώδης, εύσωμος, μεγαλόσωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κορμαράς < κορμάρα. Ο τ. κορμαλάς < κορμαράς με ανομοίωση] … Dictionary of Greek